υδρονομούμαι

υδρονομούμαι
-έομαι, Α
(αποθ.) μετρώ ποσότητες νερού με κατάλληλη κλεψύδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)*- + -νομοῦμαι (< -νόμος< νέμω), πρβλ. ἀνδρο-νομοῦμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”